- αστέριωτος
- η , ο1) неукреплённый, незакреплённый; непрочный; шатающийся, неустойчивый; 2) не могущий быть укреплённым, закреплённым, устойчивым, прочным
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αστερέωτος — και αστέριωτος, η, ο (Μ ἀστερέωτος, ον) 1. εκείνος που δεν στερεώθηκε σε ασφαλή βάση, που δεν στηρίζεται στερεά 2. αυτός που δεν μπορεί να στερεωθεί μσν. ο άκυρος … Dictionary of Greek